- πεντόζη
- η(βιοχ.) γενική ονομασία τών οζών με πέντε άτομα άνθρακα που προέρχονται από το πεντάνιο, σημαντικότερες από τις οποίες είναι οι αλδοπεντόζες, που ομαδοποιούνται σε τέσσερα ζεύγη εναντιομερών: τις ριζόζες, τις αραβινόζες, τις ξυλόλες και τις λυξόζες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentose < πετ- (βλ. πεντα-) + -όζη].
Dictionary of Greek. 2013.