πεντόζη

πεντόζη
η
(βιοχ.) γενική ονομασία τών οζών με πέντε άτομα άνθρακα που προέρχονται από το πεντάνιο, σημαντικότερες από τις οποίες είναι οι αλδοπεντόζες, που ομαδοποιούνται σε τέσσερα ζεύγη εναντιομερών: τις ριζόζες, τις αραβινόζες, τις ξυλόλες και τις λυξόζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentose < πετ- (βλ. πεντα-) + -όζη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νουκλεοπρωτεΐνες — Οργανικές ενώσεις όξινης αντίδρασης, που σχηματίζονται από την ένωση μιας απλής πρωτεΐνης με μια προσθετική ομάδα, το νουκλεϊνικό οξύ. Ανήκουν συνεπώς στην ομάδα των συνεζευγμένων πρωτεϊνών και ονομάστηκαν ν. επειδή απομονώθηκαν, για πρώτη φορά,… …   Dictionary of Greek

  • πεντοζουρία — η ιατρ. η παρουσία πεντόζης στα ούρα, η οποία, υπό φυσιολογικές συνθήκες, παρατηρείται σπάνια και μόνο σε αποκλειστικά φυτική δίαιτα (α. «ιδιοπαθής πεντοζουρία» καλοήθης κληρονομική μεταβολική νόσος αυτοσωματικού υποτελούς χαρακτήρα, που απαντά… …   Dictionary of Greek

  • φωσφοπεντόζη — η, Ν 1. (βιοχ.) η φωσφορική πεντόζη 2. φρ. «μεταβολική οδός φωσφοπεντόζης» (βιοχ.) ο κύκλος τού φωσφογλυκουρονικού οξέος …   Dictionary of Greek

  • δεοξυριβόζη — Υδατάνθρακας (πεντόζη), με τύπο C5Η10Ο7, που αποτελεί προϊόν αναγωγής της ριβόζης, με αντικατάσταση μιας αλκοολικής ομάδας με μία μεθυλενική. Βρίσκεται στην προστετική ομάδα ορισμένων νουκλεοπρωτεϊνών και αποτελεί μέρος του δεοξυριβονουκλεϊνικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”